Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια
κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων,
συνήθισα το σκοτάδι
και τα βήματα των μεθυσμένων
στους ξερούς ήχους των στιγμών μου.
Τώρα που έμαθα,
αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει,
αναπνέω μα δεν ζω με τ’ οξυγόνο
των γκρίζων δρόμων,
μήτε του σπασμένου λιθαριού
που ήταν κάποτε καρδιά.
Τώρα που έμαθα,
μπορώ ν’ ανοίγω την καρδιά μου,
τη θάλασσα που τη φοβόμουν,
να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες
τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους.
Τώρα που έμαθα
το μυστικό των λευκών χαρτιών
-που δεν ειν’ άλλο
από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-
τρέμω τους άσπρους τοίχους
που δεν έχουν πάνω τους σημάδια
κι όλο νομίζω βλέποντάς τους
πως ξεμαθαίνω πια να γράφω.
ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Ποιὸς ἐξαφάνισε τοὺς ἀνθρώπους
ἀπ’ τὸ δρόμο;
Στὰ πεζοδρόμια ἀπόμειναν
παπούτσια.
Ἀπὸ συνήθεια ἀντιγράφουν
τὴν κίνηση, περπατᾶνε…
Ὁδηγούνται στὶς διαβάσεις,
σταματοῦν στὸ φανάρι
κι ὕστερα συνεχίζουν…
Ὁλόκληρη πόλη χράπ – χρούπ,
χράπ - χρούπ…
κατάπιε τὴ γλώσσα τῆς βουῆς.
Κανεὶς δὲν εἶχε τίποτε
νὰ πεῖ προηγουμένως.
Thodoris Vorias ( Θοδωρής Βοριάς ) (Salónica, 1970). Poeta, antólogo de textos griegos clásicos y colaborador con revistas literarias.